- χειραφετούμαι
- χειραφετούμαι, χειραφετήθηκα, χειραφετημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεβγαίνω — (Μ ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω) 1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο νεοελλ. 1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις τού κατεστημένου, χειραφετούμαι 2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι μσν. 1. φεύγω από κάπου με… … Dictionary of Greek